ἀκοινονόητος
English (LSJ)
ον,
A lacking in 'savoir-faire' (Lat. sensus communis), Cic.Att.6.3.7, cf. Gell.12.12, Juv.7.218. Adv. -τως Cic.Att.6.1.7 codd.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοινονόητος: -ον, ὁ ἐστερημένος τοῦ κοινοῦ νοῦ, Γέλλ. 12. 4· πρβλ. Ἰουβεν. 7. 218.