ον,
A not gathered in, καρπός X.Cyr.1.5.10.
[Seite 379] ungeerntet, nicht eingebracht, καρπός Xen. Cyr. 1, 5, 10.
ἀσυγκόμιστος: -ον, ὁ μὴ συγκομισθείς, καρπὸς Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10.