ον,
A untempered, φύσις AP9.180 (Pall.).
[Seite 379] ungemischt, Sp.
ἀσυγκέραστος: -ον, ὁ μὴ συγκεκραμένος, ἀμιγής, ἄκρατος, Ἀνθ. Π. 9. 180, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἄκρατος.