γαλακτουργός

Revision as of 11:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

όν,

   A making milkdishes, Parmenion ap.Ath.13.608a.

German (Pape)

[Seite 471] ὁ, der Milchspeisen bereitet, bei Ath. XIII, 608 a.

Greek (Liddell-Scott)

γαλακτουργός: -όν, ὁ παρασκευάζων ἐδέσματα ἐκ γάλακτος, Παρμενίδ. παρ’ Ἀθην. 608Α. ― γαλακτουργία, ἡ, ἴδε Λεξ. Κουμ.