ον,
A yielding much meal, κριθαί Thphr.HP8.4.2.
[Seite 659] viele Gerstengraupen gebend, κριθή, Theophr.
πολυάλφῐτος: -ον, ὁ πολλὰ ἄλφιτα παράγων, κριθὴ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 2.