ἀζημίωτος
English (LSJ)
ον,
A immune from penalties, Secund. Sent.10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀζημίωτος: -ον, ὁ μὴ ζημιούμενος, Σεκούνδ. γν. σ. 23.
ον,
A immune from penalties, Secund. Sent.10.
ἀζημίωτος: -ον, ὁ μὴ ζημιούμενος, Σεκούνδ. γν. σ. 23.