νοόπληκτος
English (LSJ)
ον,
A palsying the mind, μέθη AP6.71 (Paul. Sil.).
Greek (Liddell-Scott)
νοόπληκτος: -ον, ὁ τὸν νοῦν παραλύων, μέθη Ἀνθ. Π. 6. 71.
ον,
A palsying the mind, μέθη AP6.71 (Paul. Sil.).
νοόπληκτος: -ον, ὁ τὸν νοῦν παραλύων, μέθη Ἀνθ. Π. 6. 71.