τρισάωρος
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A most untimely dead, AP7.527 (Theodorid.).
Greek (Liddell-Scott)
τρισάωρος: -ον, ὁ τρὶς ἄωρος, ὁ παντάπασιν ἀώρως ἀποθανών, Θεύδοτε... αἰνόλινε, τρισάωρε Ἀνθ. Π. 7. 527.
[ᾰ], ον,
A most untimely dead, AP7.527 (Theodorid.).
τρισάωρος: -ον, ὁ τρὶς ἄωρος, ὁ παντάπασιν ἀώρως ἀποθανών, Θεύδοτε... αἰνόλινε, τρισάωρε Ἀνθ. Π. 7. 527.