δύσθλαστος
English (LSJ)
ον,
A hard to crush, tough, Thphr.HP8.4.1 (Comp.), Gal.UP11.17.
German (Pape)
[Seite 681] schwer zu zerbrechen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
δύσθλαστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ θλάσῃ τις, δύσθραυστος, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 8. 4, 1, ἐν τῷ συγκρ.