ον,
A overheavy, burdensome, πλοῦτος Plu.Aem.12.
[Seite 685] lästig, πλοῦτος Plut. Aemil. 12.
δύσογκος: -ον, παραπολὺ βαρύς, ὀχληρός, πλοῦτος Πλούτ. Αἰμιλ. 12.