ἀσυνέξωστος
English (LSJ)
ον,
A not to be dislodged, of an athlete, IG14.1102, CPHerm.7 ii 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνέξωστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐξώσῃ, νὰ σαλεύσῃ ἀπὸ τῆς θέσεώς του, ἐπὶ ἀθλητοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 5912-14.
ον,
A not to be dislodged, of an athlete, IG14.1102, CPHerm.7 ii 3.
ἀσυνέξωστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐξώσῃ, νὰ σαλεύσῃ ἀπὸ τῆς θέσεώς του, ἐπὶ ἀθλητοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 5912-14.