τό,
A place of amusement, Hdt.2.133, Ael.NA11.10.
[Seite 840] τό, Vergnügungsort; Her. 2, 133; Ael. N. A. 11, 10.
ἐνηβητήριον: τό, τόπος διασκεδάσεως, Ἡρόδ. 2. 133, ἔνθα ἴδε Valck.