μελῳδέω

Revision as of 11:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

English (LSJ)

   A chant, sing, Ar.Av.226, 1381, Th.99:—Pass., to be chanted, τὰ ῥηθέντα ἢ μελῳδηθέντα Pl.Lg.655d, cf. Chamael. ap. Ath. 14.620c; to be set to music, Cleanth. ap. Phld.Mus.p.98 K.; τὰ μελῳδούμενα διαστήματα used in music, Plu.2.1019a.

German (Pape)

[Seite 129] singen; Ar. Av. 227; pass., τὰ ῥηθέντα ἢ μελῳδηθέντα, Plat. Legg. II, 655 d; μελῳδηθῆναι οὐ μόνον τὰ Ὁμήρου ἀλλὰ καὶ τὰ Ἡσιόδου, Ath. XIV, 620 b; auch μελῳδοῦσιν αὐλοί, S. Emp. adv. mus. 18.

Greek (Liddell-Scott)

μελῳδέω: ὡς καὶ νῦν, ᾄδω μελῳδικῶς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 226, 1382, Θεσμ. 99· - Παθ., ψάλλομαι, ψαλμῳδοῦμαι, τὰ ῥηθέντα ἢ μελῳδηθέντα Πλάτ. Νόμ. 655D, πρβλ. Ἀθήν. 620C· τὰ μελῳδούμενα διαστήματα, τὰ ἐν χρήσει ἐν τῇ μουσικῇ, Πλούτ. 2. 1019Α.