[ῑ], ου, ὁ,
A a frequent conqueror, Luc.Lex.11.
[Seite 667] ὁ, viel od. oft Sieger, Luc. Lex. 11.
πολῠνίκης: -ου, ὁ, ὁ συχνάκις νικῶν, Λουκ. Λεξιφ. 11.