ἐξωραΐζω: κοσμῶ, καλλωπίζω, τὸν καλὸν ἐκεῖνον νόμον ἐξωράϊσεν εἰς κάλλος ἀνεκλάλητον Εὐστ. Πονημάτ. 18. 49, Κωνστ. Βασίλ. Μακ. σ. 144, Ἀνδρ. Κρήτ. 202, κλ., Ἡσύχ. ἐν λ. ἐξωραϊσμένον.