λασίμηλον

Revision as of 11:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

German (Pape)

[Seite 17] τό, der Rauchapfel, eine Quittenart mit wolliger Oberfläche, richtiger λασιόμηλον.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰσίμηλον: τό, μῆλον δασύ, δηλ. ἔχον χνοῦν, ἴσως τὸ ῥοδάκινον, πιθ. γραφ. παρὰ τῷ Ἀντιγρ. Καρ. παρ’ Ἀθην. 82Β· λασιόμᾱλον «μῆλον τὸ ἔχον χνοῦν» Ἡσύχ.