[Seite 17] τό, der Rauchapfel, eine Quittenart mit wolliger Oberfläche, richtiger λασιόμηλον.
λᾰσίμηλον: τό, μῆλον δασύ, δηλ. ἔχον χνοῦν, ἴσως τὸ ῥοδάκινον, πιθ. γραφ. παρὰ τῷ Ἀντιγρ. Καρ. παρ’ Ἀθην. 82Β· λασιόμᾱλον «μῆλον τὸ ἔχον χνοῦν» Ἡσύχ.