ἀρχιγέρων
English (LSJ)
οντος, ὁ,
A chief of a γερουσία, Sammelb.2100 (i B.C.), Cod.Just.1.4.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχιγέρων: -οντος, ὁ ὁ πρῶτος τῶν γερόντων, πρόεδρος τῆς γερουσίας, Βυζ.
οντος, ὁ,
A chief of a γερουσία, Sammelb.2100 (i B.C.), Cod.Just.1.4.5.
ἀρχιγέρων: -οντος, ὁ ὁ πρῶτος τῶν γερόντων, πρόεδρος τῆς γερουσίας, Βυζ.