[ῑ], ου, ὁ, (h(/lios)
A = ἡλιοειδής, λίθος Dam.Isid.233; helitis (leg. -es) lapis, Procl. de sacrificio et magia 91 (Kroll Analecta Gr., Greifsw. 1901p.8).
ἡλίτης: -ου, ὁ, (ἥλιος), = ἡλιοειδής, λίθος Δαμασκ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 349. 27.