γαληνιάζω
English (LSJ)
= sq., Hp.Vict.2, Ph.1.276, Them.Or.1.17a:—Pass., aor.
A γαληνιασθῆναι Simp.in Epict.p.20 D.
German (Pape)
[Seite 471] = folgdm, Hippocr.; öfter Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γαληνιάζω: τῷ ἑπομ., Ἱππ. 361, 35, Φίλων 1. 276, Θεμίστ. 17Α·―παθ., ἀόρ. γαληνιασθῆναι Σιμπλίκ. εἰς Ἐπίκτ. 43C.