τό, Dim. of ἅρμα, Gloss. II name of an eyesalve, Gal.12.779, Aët.7.41.
[Seite 355] τό, dim. von ἅρμα.
ἁρμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἅρμα, Γλωσσ.