τό,
A meal, Hp.Art.36, Philotim. ap. Orib.4.10.1; ἀ. κριθῆς Aret.CA1.1: pl., Sophr.39; ἀλήτων κἀλφίτων Rhinth.3.
[Seite 95] τό (ἀλέω), Mehl, Hippocr.
ἄλητον: τό, = ἄλευρον (ὃ πρβλ.), Ἱππ. Ἄρθρ. 802, Ρίνθων παρ᾿ Ἀθην. 500 F.