A v. ὄθριξ. ὀτρύγη· χόρτος, καλάμη, Hsch.
[Seite 405] s. ὄθριξ.
ὄτρῐχες: ὀνομ. πληθ. τοῦ ὄθριξ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄτριχας· ὁμοιότριχας».