κιθαριστέον
English (LSJ)
A one must play the cithara, Pl.Sis. 389c.
Greek (Liddell-Scott)
κῐθᾰριστέον: ῥημ. ἐπίθετ., δεῖ καθαρίζειν, Πλάτ. Σίσυφ. 389C.
A one must play the cithara, Pl.Sis. 389c.
κῐθᾰριστέον: ῥημ. ἐπίθετ., δεῖ καθαρίζειν, Πλάτ. Σίσυφ. 389C.