ἀνυπόληπτος
English (LSJ)
ον, perh.
A f.l. for ἀνυπόδητος, Anon.in Rh.82.38.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυπόληπτος: -ον, χωρὶς ὑπόληψιν, Σπαν. στ. 134. 290, ἐν Ἐκλογ. Μνημ. ἔκδ. Μαυροφρ.
ον, perh.
A f.l. for ἀνυπόδητος, Anon.in Rh.82.38.
ἀνυπόληπτος: -ον, χωρὶς ὑπόληψιν, Σπαν. στ. 134. 290, ἐν Ἐκλογ. Μνημ. ἔκδ. Μαυροφρ.