όν,
A all-effective, δύναμις Philol. ap. Stob.1 Prooem. 3.
[Seite 464] Alles thuend, vollendend, Stob. ecl. phys. 1, 3 aus Philol.
παντοεργός: -όν, ὁ τὰ πάντα ἐργαζόμενος, ἐκτελῶν, κατορθῶν, δύναμις Φιλόλαος ἐν Στοβ. Ἐκκλ. 1.8.