ἐλευθερόγλωσσος
English (LSJ)
ον,
A free of speech, Vett.Val.16.31.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλευθερόγλωσσος: -ον, ὡς καὶ νῦν, (Ὠριγ.) φιλοσοφούμ. ἔκδ. Μί. σ. 3087.
ον,
A free of speech, Vett.Val.16.31.
ἐλευθερόγλωσσος: -ον, ὡς καὶ νῦν, (Ὠριγ.) φιλοσοφούμ. ἔκδ. Μί. σ. 3087.