κλαδών
English (LSJ)
όνος, ὁ,
A = κλάδος, Hsch. (pl.).
German (Pape)
[Seite 1445] όνος, ὁ, = κλάδος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κλᾰδών: -όνος, ὁ, = κλάδος, «κλαδόνες· κλάδοι» Ἡσύχ.
όνος, ὁ,
A = κλάδος, Hsch. (pl.).
[Seite 1445] όνος, ὁ, = κλάδος, Hesych.
κλᾰδών: -όνος, ὁ, = κλάδος, «κλαδόνες· κλάδοι» Ἡσύχ.