νικάτωρ
English (LSJ)
[ᾱ], ορος, ὁ, Dor. for νικήτωρ,
A conqueror, cult-name of Seleucus I and Demetrius, kings of Syria, OGI233, Plu.Arist.6 (pl.), etc.; Σέλευκος Ζεὺς Νικάτωρ OGI245.11. II in pl. ν., οἱ, the evervictorious, epith. of the royal Macedonian bodyguard, Liv.43.19.
German (Pape)
[Seite 255] ορος, ὁ, dasselbe, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
νῑκάτωρ: -ορος, ὁ, Δωρ. ἀντὶ νικήτωρ, νικητής, Πλουτάρχ. Ἀριστείδ. 6˙ ἐπώνυμον Σελεύκου τοῦ Α΄, βασιλέως τῆς Συρίας, Δέξιππ. ἐν Clinton F. H. 2. σ. 235˙ οἱ στρατιῶται τῆς Μακεδονικῆς σωματοφυλακῆς ἐκαλοῦντο νικάτορες, Λιβάν. 43. 19˙ - Ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «νικατῆρες˙ οἱ ἀκμαιότατοι ἐν ταῖς τάξεσιν».