ξεναγέτης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who takes charge of guests, Δελφοὶ ξ. the hospitable Delphians, Pi.N.7.43.
German (Pape)
[Seite 275] ὁ, der die Fremden oder Gäste herumführt, der Wirth, Pind. N. 7, 43.
Greek (Liddell-Scott)
ξενᾱγέτης: -ου, ὁ ὁδηγῶν καὶ περιποιούμενος τοὺς ξένους ἢ φίλους, ξ. Δελφοί, οἱ φιλόξενοι Δελφοί, Πινδ. Ν. 7. 63.