τριηράρχης
English (LSJ)
A v. τριήραρχος.
Greek (Liddell-Scott)
τριηράρχης: -ου, ὁ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ τριήραρχος, τριηράρχας μὲν ὠνόμαζον οἱ παλαοὶ τοὺς ἄρχοντας τῶν τριήρων Γαλην. τ. 6, σ. 39.
A v. τριήραρχος.
τριηράρχης: -ου, ὁ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ τριήραρχος, τριηράρχας μὲν ὠνόμαζον οἱ παλαοὶ τοὺς ἄρχοντας τῶν τριήρων Γαλην. τ. 6, σ. 39.