μειονέκτης

Revision as of 11:41, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

German (Pape)

[Seite 116] ὁ, der weniger hat, zu kurz kommt, im Nachtheil ist, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μειονέκτης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων μεῖον ὀλιγώτερον, Ἀνώνυμ. εἰς τὸ τέλος τοῦ περὶ Παθῶν συγγράμματος Ἀνδρονίκου τοῦ Ροδίου σ. 756.