ου, ὁ,
A loud-thundering, Ζεύς Q.S.2.508.
[Seite 105] ὁ, der laut Tosende, Qu. Sm. 2, 508, Ζεύς.
μεγᾰλοβρεμέτης: -ου, ὁ, ὁ μεγάλως βρέμων, ἰσχυρῶς βροντῶν, Κόϊντ. Σμ. 2. 508.