ον, poet. for ἐμπέραμος (q.v.).
[Seite 811] poet. = ἔμπειρος, ἐμπέραμος, Lycophr. 1196; ναυτιλίης Agath. 57 (X, 14); a. sp. D.
ἐμπείρᾱμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἐμπέραμος, ὃ ἴδε.