κεραστής
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one that mixes, Ζεὺς πάντων κ. Orph.Fr.297.
Greek (Liddell-Scott)
κεραστής: -οῦ, ὁ, ὁ κεραννύων, μιγνύων, Ὀρφ. Ἀποσπ. 28, 13.
οῦ, ὁ,
A one that mixes, Ζεὺς πάντων κ. Orph.Fr.297.
κεραστής: -οῦ, ὁ, ὁ κεραννύων, μιγνύων, Ὀρφ. Ἀποσπ. 28, 13.