φυλάκτης
German (Pape)
[Seite 1313] ὁ, = φυλακτήρ, Plut. qu. gr. 2, eine Obrigkeit in Kumä.
Greek (Liddell-Scott)
φῠλάκτης: -ου, ὁ, = φυλακτήρ, ὄνομα ἄρχοντος ἐν Κύμῃ, Πλούτ. 2. 291F.
[Seite 1313] ὁ, = φυλακτήρ, Plut. qu. gr. 2, eine Obrigkeit in Kumä.
φῠλάκτης: -ου, ὁ, = φυλακτήρ, ὄνομα ἄρχοντος ἐν Κύμῃ, Πλούτ. 2. 291F.