κοραλλιοπλάστης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who makes images of coral, CIG3408 (Magn. Sip.).
Greek (Liddell-Scott)
κοραλλιοπλάστης: -ου, ὁ, ὁ κατασκευάζων ἀγάλματα ἐκ κοραλλίου, Σικελ. Ἐπιγραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3408.
ου, ὁ,
A one who makes images of coral, CIG3408 (Magn. Sip.).
κοραλλιοπλάστης: -ου, ὁ, ὁ κατασκευάζων ἀγάλματα ἐκ κοραλλίου, Σικελ. Ἐπιγραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3408.