ἀγαθοθελής
English (LSJ)
ές,
A benevolent, Antigonus ap.Heph.Astr. 2.18, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαθοθελής: -οῦς, ὁ, ἡ, καλοθελητής, Βίος Ἁγ. Συλβέστρου.
ές,
A benevolent, Antigonus ap.Heph.Astr. 2.18, Gloss.
ἀγαθοθελής: -οῦς, ὁ, ἡ, καλοθελητής, Βίος Ἁγ. Συλβέστρου.