κρουσιλύρης
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ,
A striking the lyre, Orph.H.31.3.
German (Pape)
[Seite 1514] ὁ, die Lyra schlagend, spielend, Orph. H. 30, 3.
Greek (Liddell-Scott)
κρουσιλύρης: -ου, ὁ, ὁ κρούων τὴν λύραν, Ὀρφ. Ὕμν. 30. 3.
[ῠ], ου, ὁ,
A striking the lyre, Orph.H.31.3.
[Seite 1514] ὁ, die Lyra schlagend, spielend, Orph. H. 30, 3.
κρουσιλύρης: -ου, ὁ, ὁ κρούων τὴν λύραν, Ὀρφ. Ὕμν. 30. 3.