παραρίπτω

Revision as of 11:41, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

   A v. παραρρίπτω. πάραρμα, v. παραίρημα. πάρᾱρος, ον, v. παρήορος 111. παράρους, v. παράρροος.

Greek (Liddell-Scott)

παραρίπτω: παράρυθμος, παράρῡμα, ἴδε παράρρ-.