poet. for ἐμμένω, Emp.35.11, Q.S.6.497.
[Seite 809] (s. μίμνω), = ἐμμένω, Empedocl. 114; πόνῳ, Qu. Sm. 6, 497.
ἐμμίμνω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἐμμένω, Ἐμπεδ. 114, Κόϊντ. Σμυρν. 497.