σμώγω
English (LSJ)
A smite, cited as etym. of σμῶδιξ, EM721.23.
Greek (Liddell-Scott)
σμώγω: πλήττω, μνημονεύεται ὡς ῥίζα τοῦ σμῶδιξ, Ἐτυμολ. Μέγ. 721. 23.
A smite, cited as etym. of σμῶδιξ, EM721.23.
σμώγω: πλήττω, μνημονεύεται ὡς ῥίζα τοῦ σμῶδιξ, Ἐτυμολ. Μέγ. 721. 23.