ἀποδιπλόομαι
English (LSJ)
Pass.,
A to be unfolded, Eust.1661.60.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδιπλόομαι: παθ., «ξεδιπλώνομαι», ἀνοίγομαι, ἐπὶ τραπεζῶν, «ἀποδιπλουμένας καὶ οὕτω τεινομένας» Εὐστ. 1661. 60.
Pass.,
A to be unfolded, Eust.1661.60.
ἀποδιπλόομαι: παθ., «ξεδιπλώνομαι», ἀνοίγομαι, ἐπὶ τραπεζῶν, «ἀποδιπλουμένας καὶ οὕτω τεινομένας» Εὐστ. 1661. 60.