ἡνιοχέω

Revision as of 11:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

Lacon. ἀνιοχίω (v. ἀνιοχίων), prose form of ἡνιοχεύω,

   A hold the reins, ἀνωτέρω, . . κατωτέρω ταῖς χερσίν higher up or lower down, i.e. longer or shorter, X.Eq.7.10: c. acc., drive, ἅρματα Hdt.4.193; λέοντας Luc.DDeor.12.2: metaph., Μουσῶν στόμαθ' ἡνιοχήσας Ar.V.1022; τὴν διάνοιαν Luc.Am.37; ἔθνεα . . φρεσὶν ἡ. Epigr.Gr.922 (Emesa); τῆς ἱερᾶς κεφαλῆς τῆς πάντα -ούσης Lib.Ep.987.5; βασιλεύει καὶ ἡ. Plu.2.155a: rarely c. gen., συνωρίδος Pl.Phdr.246b:—Pass., to be guided, ib.253d, X.Cyr.6.1.29: metaph., of the months, AP77.482.

German (Pape)

[Seite 1172] später übliche Form für das Vorige; οὐκ ἀλλοτρίων, ἀλλ' οἰκείων μουσῶν στόμαθ' ἡνιοχήσας Ar. Vesp. 1022; ἡνιοχεῦσι τὰ ἅρματα ἐς τὸν πόλεμον Her. 4, 193; c. gen., ἡμῶν ὁ ἄρχων ξυνωρίδος ἡνιοχεῖ Plat. Phaedr. 246 b; pass., ἵππος ἄπληκτος κελεύματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται 253 d; öfter bei Sp.; übertr., lenken, regieren, Μουσῶν στόματα Ar. Vesp. 1022, αὐτούς Luc. D. D. 12, 2; Anth., μηνῶν ἁνιοχεῦντο δρόμοι Ep. ad. 646 (VII, 482).

Greek (Liddell-Scott)

ἡνιοχέω: πεζὸς τύπος τοῦ ἡνιοχεύω, κρατῶ τὰς ἡνίας, ἀνωτέρω, … κατωτέρω ταῖς χερσίν, ὑψηλότερα, χαμηλότερα, Ξεν. Ἱππ. 7, 10· μετ’ αἰτ., ἐλαύνω, ὁδηγῶ, ἅρματα Ἡρόδ. 4. 193· λέοντας Λουκ. Θεῶν Διαλ. 12. 2· μεταφ., Μουσῶν στόμαθ’ ἡνιοχήσας Ἀριστοφ. Σφηξ. 1022· τὴν διάνοιαν Λουκ. Ἔρωσ. 37· ἔθνεα … φρεσὶν ἡν Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 922· σπανίως μετὰ γεν., ἡμῶν Πλάτ. Φαίδρ. 246Β· παθ., διευθύνομαι, ὁδηγοῦμαι, αὐτόθι 253D, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 29, Ἀνθ. Π. 7. 482.