ἐπινεμητέον
English (LSJ)
A one must assign, Pl.Lg. 737c.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινεμητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐπινέμω, δεῖ ἐπινέμειν, Πλάτ. Νόμ. 737C.
A one must assign, Pl.Lg. 737c.
ἐπινεμητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐπινέμω, δεῖ ἐπινέμειν, Πλάτ. Νόμ. 737C.