οῦ, ὁ,
A laugher, sneerer, S.OT1422:—fem. γελάστρια, Sch.Ar.Th.1068.
[Seite 479] ὁ, Lachet, Verlacher, Soph. O. R. 1422; Ath. VI, 246 c.
γελαστής: -οῦ, ὁ, ὁ γελῶν, ἐμπαίκτης, Σοφ. Ο. Τ. 1422· θηλ. γελάστρια, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1059.