κατειργαθόμην
English (LSJ)
poet. aor. Med. of κατείργω, A.Eu.566.
Greek (Liddell-Scott)
κατειργᾰθόμην: ποιητ. μέσ. ἀόρ. τοῦ κατείργω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 566.
poet. aor. Med. of κατείργω, A.Eu.566.
κατειργᾰθόμην: ποιητ. μέσ. ἀόρ. τοῦ κατείργω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 566.