ἀνομολογητέον

Revision as of 11:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

   A one must admit, τοῦτο περὶ αὐτῶν Pl.R.452e, cf. Lg.737c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνομολογητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ὁμολογήσῃ, νὰ παραδεχθῇ, τοῦτο περὶ αὐτῶν Πλάτ. Πολ. 452Ε, πρβλ. Νόμ. 737C.