συναφορίζω
English (LSJ)
A mark off together, ἅμα τοῖς ὅλοις τὰ μέρη Plu.2.425b.
German (Pape)
[Seite 1006] mit od. zugleich abgrenzen, unterscheiden, Plut. def. or. 27.
Greek (Liddell-Scott)
συναφορίζω: συναποχωρίζω, ξεχωρίζω ὁμοῦ, ἅμα τινὶ Πλούτ, 2. 425Β.