ἀνερωτητέον
English (LSJ)
A one must interrogate, Id.Phlb.63c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνερωτητέον: ῥηματ. ἐπίθ., τοῦ προηγ., δεῖ ἀνερωτᾶν, Πλάτ. Φίλ. 63C.
A one must interrogate, Id.Phlb.63c.
ἀνερωτητέον: ῥηματ. ἐπίθ., τοῦ προηγ., δεῖ ἀνερωτᾶν, Πλάτ. Φίλ. 63C.