ατος, τό, (ἐνίημι)
A injection, clyster, Dsc.2.118 (pl.), Gal.13.295, Orib.Fr.60, etc.
[Seite 837] τό, das Hineingelassene, bes. Klystier, Medic.
ἔνεμα: τό, (ἐνίημι) κλύσμα, Διοσκ. 2. 144.